ταχυπαθής

ταχυπαθής
τᾰχῠ-πᾰθής, ές,
A soon affected, χυμός Choerob.Rh.p.247 S.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ταχυπαθής — soon affected masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχυπαθής — ές, Μ αυτός που προσβάλλεται γρήγορα από κάτι («τὸν ταχυπαθῆ χυμόν, ὀξὺν καλέσῃ χυμόν», Χοιροβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + παθής (< πάθος), πρβλ. ὁμοιο παθής] …   Dictionary of Greek

  • ταχυπαθῆ — ταχυπαθής soon affected neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ταχυπαθής soon affected masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ταχυπαθής soon affected masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταχύ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ταχύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού γρήγορου (πρβλ. ταχυ κίνητος, ταχύ πους), τού πρόωρου, τού εσπευσμένου (πρβλ. ταχύ γαμος, ταχύ γηρος), τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”